- επιρρίνεον
- ἐπιρρίνεον, τὸ (Α)κόσμημα τής μύτης, κρίκος τής μύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επίρρινος — ο (Α ἐπίρρινος, ον) [ρις, ρινός] νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίρρινο και επιρρίνιο λουρί τού χαλινού που περνά από τη ράχη τής μύτης τού αλόγου 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στη μύτη αρχ. 1. αυτός που έχει μεγάλη μύτη, ο μυταράς 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek